Το σπιτάκι στην ταράτσα

Εγώ κι εγώ κι εγώ κι εγώ κι εγώ κι εγώ....

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 03, 2004

ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Κοίταξε έξω απ' το παράθυρο και έκλεισε τις κουρτίνες. Κάπου εκεί την περίμενε ο εαυτός της.Στη γωνία συγκεκριμένα. Τη φοβόταν τη στιγμή που θα ερχόταν αντιμέτωπη μαζί του. Στο διάολο! Ανάβει τσιγάρο. Ό,τι είναι να έρθει θα έρθει ούτως ή άλλως. Στο κάτω κάτω δεν έχει ποιον να κοροϊδέψει πια, της τελείωσαν οι άνθρωποι, το υλικό που της δίνει δύναμη. Και τώρα τι; Βυθίζεται στον καπνό του τσιγάρου της και κοιτάζει το αύριο. Ποιο αύριο; Εκείνο ντε! Που θα είναι ευτυχισμένη, με πολλούς φίλους, χωρίς προσωπείο. Μπα, αυτό το αύριο δεν θα έρθει. Την έχει ξεγράψει προ πολλού. Ακόμα κι αν όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να το αποκτήσει. Μαλακίες! Κι αύριο εδώ πάλι θα είναι στο ίδιο τέλμα, στην ίδια μιζέρια. Βηματίζει πάνω κάτω νευρικά. Πρέπει να υπάρχει μια λύση. Δε βγαίνει έξω, ο κόσμος την κρίνει και την κατακρίνει για αυτο που είναι (διαφορετική!), για αυτό που θέλει (καταφύγιο!). Τόσα χρόνια και ακόμα να μάθει πως πρέπει να στηρίζεται μόνο στα πόδια της. Χα! Αφού τα δικά της είναι σχεδόν ανύπαρκτα, ειρωνικό ή μήπως τραγελαφικό; Κι εκείνος που είναι; Α, ναι, ξέχασα! στην κοσμάρα του. Όλο φεύγει και ποτέ δεν έρχεται. Ακόμα κι όταν είναι εδώ είναι αλλού. Κι όμως κάποτε πίστεψε πως περπατούσαν μαζί, πως είχε ένα σύντροφο σ' άυτη τη διαδρομή. Χα! Σιγά! Ποτέ δεν είχε κανένα σύντροφο αλλά ακόμα κι αν είχε αυτόν, η ίδια τον έδιωξε με τις πράξεις της. Σβήνει με μανία τη γόπα στο πλακάκι. Αρπάζει ένα μπουφάν και βγαίνει. Τελείωσε, αυτός ο πόλεμος είναι δικός της, κανείς άλλος δε χωρά. Σήμερα θα βγει έξωκαι ή θα νικήσει ή ο κόσμος θα την καταπιεί και θα την αφομοιώσει οριστικά. Ξέρει ότι θα χάσει και χαμογελάει. Έξω χαράζει, τα πουλιά κελαηδούν. Κάτι πάει ν' αλλάξει. Αυτή είναι η ευτυχία;